Κάποτε το Βιβλιόσπι(ρ)το μιλούσε για κάποια (Σχολική) Βιβλιοθήκη. Αυτό έληξε στις 31/8/2011. Τώρα έχει γίνει προσωπικό και αποτυπώνει σκέψεις για τεκταινόμενα, κοινωνικά φαινόμενα, ανθρώπων δρώμενα, βιβλίων -και εν γένει του εγκεφάλου μου- περιεχόμενα.


Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

 Όταν παίζω, γράφω στο ΤΖΑΜκαιΚΑΤω 

(Σελίδα facebook)

Τζα!
Τζα!

Όταν σοβαρολογώ, γράφω πάνω στη σκόνη της ΤΖΑΜΌΠΟΡΤΑΣ. 


Κοιτώ μέσα από το τζάμι της ζωής, της δικής μου, των άλλων, 
προσπαθώντας να ξεδιακρίνω σχήματα, λέξεις, νοήματα.  





Τι να είναι πραγματικά η κόλαση;

Από ανάρτηση στο προφίλ fb. 12 Αυγούστου 2024.

(Μέρα νέας τραγωδίας με φωτιές στην Αττική):

 Καίγεται η ψυχή μας, ο τόπος μας, καίγεται το σώμα και το μυαλό μας απ'την ανημπόρια, την ανασφάλεια, το θυμό, τη θλίψη, καίγονται κάποιων τα σπίτια, τα υπάρχοντα, άλλων ο λαιμός, τα μάτια. Καίγονται τα μάτια με τις εικόνες που βλέπουμε και όσοι είμαστε πιο μακριά. 

Δεν είμαι τώρα στην Αττική, δε βλέπω ζωντανά, ούτε νιώθω το σύννεφο καπνού.

Αν ήμουν σπίτι μου τώρα θα τα ένιωθα.


Θυμάμαι τη βόρεια Εύβοια, τη φίλη που έχασα γιατί δεν άντεξε (πιστεύω), το Μάτι, τη Βαρυμπόμπη, φίλους που τρέχουν στην πρώτη γραμμή για να βοηθήσουν, και άλλα, και άλλους, και αλλού.


Αλλά παράλληλα σκέφτομαι:


Πάλι πλημμύρισαν τα μέσα δικτύωσης από αναθεματισμούς. 

Μπορεί να είναι λογική η ανάγκη να τα βάζουμε με κόμματα, πρόσωπα, κυβερνήσεις, μεμονωμένους πυρομανείς ή βαλτούς εμπρηστές, με κάτι πιο χειροπιαστό τελοσπαντων. Εντάξει. Μέχρι ένα σημείο.


Μήπως όμως τελικά αυτό γυρνάει μπούμερανγκ; μας αποπροσανατολίζει ακόμα περισσότερο, από το να βλέπουμε τη συνολική εικόνα, κι έτσι να μην επικεντρώνουμε στον ΠΥΡΉΝΑ της κόλασης; Μπας και (λέμε τώρα), ενώσουμε δυνάμεις για να κάνουμε ο,τι μπορούμε, πολίτες, κράτη επιστήμονες , δημοσιογράφοι, κυβερνήσεις, αυτοδιοικήσεις, οργανώσεις, κλπ; 


Γιατί, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αποφεύγουμε συστηματικά την αναφορά στο ΚΛΙΜΑΤΙΚΌ ΠΡΌΒΛΗΜΑ; 


Που έχει φτάσει πλέον στο μη περαιτέρω;

Που προειδοποιούσαν για αυτό οι ειδικοί επιστήμονες από τη δεκαετία του 90, (μην πω και πιο πριν, θα φέρει περισσότερη αντίδραση, κι ας είναι αλήθεια).


Την καθαρή ΑΛΉΘΕΙΑ. Ας τη δούμε κατάματα πια!!

ΕΛΕΟΣ.

ΥΠΆΡΧΕΙ η αλήθεια, πέρα και πάνω από τις ΒΟΛΙΚΈΣ "υποκειμενικότητες" του κάθε υστερόβουλου, ή ανόητου-ης.

Την αποκαλύπτει ο χρόνος, σε πείσμα τους.


(Έχω ξαναγράψει τέτοια. Δεν διαβάζονται από πολλούς, δεν είναι δημοφιλή, δεν είμαι σελέμπριτι, δεν είμαι ειδική στο θέμα κι ας το μελετάω από καιρό, δεν είμαι μέντιουμ, αστρολόγος, παπαρολόγος σχολιαστής του "επιφαινόμενου", δεν είμαι τίποτα. 

Είμαι ένα ον αόρατο σχετικά, που δεν αποπνέει το "κύρος" που έχουν ανάγκη πολλοί-πολλές για να "τσιμπήσουν". Αλλά και ένα ον από εκείνα που έχουν σκεφτεί πολύ πριν εκφράσουν άποψη)


 Και εδώ το θέμα δεν είναι θεωρητικό, ούτε προσωπικό, είναι για αυτά που προκαλέσαμε ΕΜΕΊΣ στο περιβάλλον μας, με τον καιροσκοπισμό, την αδιαφορία, την απληστία, την εθελοτυφλία μας.

Και μας επιστρέφονται αυτά, όχι με τη βιβλική έννοια, αλλά ως φυσικό επακόλουθο. Με τις πλημμύρες , τους ανεμοστρόβιλους, τις ΦΩΤΙΈΣ που πλησιάζουν αργά και σταθερά τον καθένα μας. Αυτό πιστεύω τουλάχιστον.


Μόλις μία μέρα πριν το ξεκίνημα της νέας λαίλαπας είχα βάλει εδώ σχετικό θέμα.

Λίγο αργότερα κοινοποίησα χιουμοριστικό βιντεάκι με γάτες...

Σήμερα θα αφαιρέσω το βιντεάκι.



Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Δια-κε-κομμένη Ζωή

 Απόσπασμα αποσπασμένο με προσοχή -για να μην σπάσει- από ολόκληρο ανολοκλήρωτο έργο της περιφέρειας. Όχι. Λάθος. Της περιφερόμενης προσοχής. Όχι. Μιας περιφερόμενης, σκέτο.


[… Είχαν γίνει Κινητάνθρωποι. Φόουν-Χιούμανς. Δεν ανήκαν πλέον στο είδος Homo Sapiens, κάποιο άλλο είδος εμφανιζόταν. Κάτι σαν Homo Phonus-Meta-Erectus; Meta-Sapiens; Μήπως Σάπι-ους;

Κάποιοι έλεγαν όχι, είμαστε πιο ενημερωμένοι, πιο γρήγοροι, πιο αυτόνομοι. Άλλοι, οι πιο σκεπτικιστές, που φυσικό ήταν να ανήκουν κυρίως σε προηγούμενες γενιές, εξέφραζαν δειλά κάποιους προβληματισμούς ή προσπαθούσαν να κρατήσουν τις επάλξεις. Δειλά, ναι, παρ’ ότι υπήρχαν νευροεπιστήμονες που επιβεβαίωναν αυτόν το σκεπτικισμό με έρευνες και προειδοποιήσεις.

Οι εγκέφαλοί τους είχαν αρχίσει να λειτουργούν αλλιώς.

Κατά κύριο λόγο, δια-κε-κομμένα. Όλα γινόντουσαν διακεκομμένα.

Δια-κοπές για διαφημίσεις παντού.

Δια-κοπές στις συνομιλίες για να απαντήσουν στα παιδιά που πάντα κάτι ζητούσαν, για να τσακωθούν με άλλον περαστικό επειδή δεν κράταγε το σκυλί του μακριά απ’ το δικό τους, για να δώσουν ρέστα στον περιπτερά, για να απαντήσουν σε άλλη κλήση.

 

Διακεκομμένες οι κουβέντες, οι σκέψεις, ο ύπνος, μέχρι και οι λειτουργίες του πεπτικού συστήματος ή και του απεκκριτικού ενίοτε. Ένοιωθαν ένα είδος καταναγκασμού να απαντούν σε κλήσεις ή να κοιτάνε μηνύματα ακόμα και την ώρα που έτρωγαν. Έπαιρναν το κινητό στην τουαλέτα και στο ντους.

 

Το περιβάλλον τους ήταν υπερφορτωμένο, φασαριόζικο. Τα πάντα έρχονταν συνοδευμένα από εικόνες, ποτέ σκέτα. Εξώφυλλα χωρίς εικόνες; Όλοι τα προσπερνούσαν. Κείμενα χωρίς εικόνες; Άμεση καταδίκη σε αφάνεια. Και φωτογραφίες. Πολλές. Προφίλ, En face κι αν δεν φας, κεφάλι κάτω πόδια επάνω, ευρυγώνιες, εναγώνιες, χαμογελαστές, κάργα ενθουσιασμένες, γυμνασμένες, θεληματικές, μαυρισμένες, vintage, επεξεργασμένες, αποξηραμένες.

 

Ηχητικά εφέ επίσης. Κεραυνοί, χάχανα, στριγκλιές τρόμου ή ξέφρενης χαράς, βουητά από ανυπόμονα κλάξον, από ασθενοφόρα, απορριμματοφόρα, από άσματα διάφορα, αδιάφορα, από δηλώσεις βροντερές. Ήχοι συχνά αφόρητοι, άλλοι φορεμένοι με το ζόρι. Κάποιοι χρειάζονταν φάρμακα για τη λογοδιάρροια, αλλά δεν τα έπαιρναν, δεν το θεωρούσαν πρόβλημα. Άλλοι δεν έλεγαν ούτε καλημέρα. Άλλοι έβαζαν κάτι βρυχηθμούς και κοιτούσαν αλλού. Συνήθως στην οθόνη του κινητού.

 

Υπήρχαν ανάμεσά τους άνθρωποι οδηγημένοι από τα πράγματα σε καταναγκαστική μοναξιά, που εξέπεμπαν κατά καιρούς κάποια σήματα-εκκλήσεις για βοήθεια, όμως είτε τα σήματα ήταν πολύ αδύναμα, είτε οι υπόλοιποι δεν τα έπιαναν γιατί είχαν συνηθίσει στα ισχυρά…]


Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Καταλαβαινόμαστε;

Θα σκάσω!

Στο παρελθόν έχω σκεφτεί και γράψει αρκετές φορές για το θέμα. Ίσως και γιατί σκοντάφτω πολύ συχνά σε τοίχους... Μεγάλη ιστορία. Δύσκολη, όταν έχεις κληρονομήσει (;) κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες και τρόπο σκέψης.

Έπεσα πάλι σε τοίχο πρόσφατα, έφαγα τα μούτρα μου, ξανάπεσα σε μαύρες σκέψεις του τύπου "υπάρχουν ελπίδες να βρω ποτέ τρόπους να το διαχειρίζομαι αυτό -μαζί με ένα κάρο άλλες δυσκολίες; Να βρω ανθρώπους που εκπέμπουν και συλλαμβάνουν σε μήκος κύματος κάπως πιο συγγενές με το δικό μου; Ιδιαίτερα όταν μεγαλώνοντας γίνεται όλο και πιο σπάνιο;"

Αποσύρθηκα, ως συνήθως, αναζητώντας τρόπους παρηγοριάς.

Άνοιξα το κινητό που κατά τα άλλα το κατηγορώ για πολλά, κι έπεσα πάνω σε κείμενο με τίτλο «Κουβεντιάζουμε αλλά δε συνεννοούμαστε». 

Το βρήκα εδώ: https://www.lecturesbureau.gr/.../we-chat-but-we-dont.../

Ο Παπανούτσος, τόσα χρόνια μετά, ξεπετάχτηκε με την "Πρακτική Φιλοσοφία" του απ' τα βάθη του παρελθόντος σαν αστραπή φωτός:

Για να παρακολουθήσει ο άλλος τη σκέψη σου και να συλλάβει το σωστό νόημά της, όταν την εκφράζεις προφορικά ή γραπτά, δεν αρκεί να μιλεί την ίδια γλώσσα μαζί σου, αλλά πρέπει και να θέλει και να μπορεί να σε καταλάβει. Αυτή την αλήθεια τη λησμονούμε πολύ συχνά και για τούτο οι σχέσεις μας με τους συμπατριώτες, τους ομότεχνους, τους φίλους, τους συντρόφους της ζωής μας, δυσκολεύονται πολύ περισσότερο από όσο είναι από την ίδια τη φύση των πραγμάτων δύσκολες. Οι άνθρωποι δεν μιλούν, ούτε ακούνε, πάντοτε με την πρόθεση να επικοινωνήσουν με τον όμοιό τους και να συνεννοηθούν μαζί του.

Όπως και κάθε άλλη πράξη τους, έτσι και αυτή έχει πολλά και ποικίλα ελατήρια. Ο λόγος, ο προφορικός ή ο γραπτός, είναι κι αυτός ένα μέσον που το μεταχειρίζεται καθένας για κάποιο σκοπό. Αλλά οι σκοποί είναι πολλοί, και όχι ένας μόνο: η συνεννόηση.

 Έρχεται λ.χ. ένας γνώριμος σου στον κύκλο που σε περιστοιχίζει, σε ακούει να αναπτύσσεις τη γνώμη σου απάνω σε κάποιο θέμα, προσέχει και συ νομίζεις ότι προσπαθεί να καταλάβει τι λες. “Όταν όμως αρχίζει κι αυτός να μιλεί για το ίδιο ζήτημα, ξαφνιάζεσαι- άκουσε, μα δεν κατάλαβε τίποτα απ’ όσα είπες, γιατί αυτός είχε το νου του σε όσα ο ίδιος ήθελε να διατυπώσει ή να προτείνει, άσχετα με τη δική σου τοποθέτηση των πραγμάτων. Κάποιος άλλος λοιπόν είναι ο σκοπός του: να προβάλει τον έαυτό του, να εκθέσει εσένα ή άλλον ομοϊδεάτη σου, να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση τη συζήτηση, γιατί άλλα είναι τα δικά του ενδιαφέροντα ή γιατί κάτι άλλο επιδιώκει που αργότερα θα φανεί κ.ο.κ. Το ίδιo πλήθος και η ίδια ποικιλία ελατηρίων μπορεί να υπάρχει και σε σένα που μιλείς- δίνεις την εντύπωση ότι είσαι αποκλειστικά προσηλωμένος στη λογικήν ακολουθία ή στην πραγματική θεμελίωση των Ιδεών που εκθέτεις, είναι όμως πολύ πιθανό να έχεις άλλους σκοπούς: να εντυπωσιάσεις, να επικρίνεις, να ειρωνευτείς, να αποσπάσεις μιαν επιδοκιμασία που σκέπτεσαι κατόπι να την εξαργυρώσεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κ.ο.κ.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου απλά και καθαρά τα πράγματα στο διάλογο μεταξύ των ανθρώπων, είτε ο διάλογος αυτός γίνεται με τη συζήτηση είτε αναπτύσσεταιc σιωπηρά, με το διάβασμα λ.χ. ενός άρθρου ή ενός βιβλίου. Στην τελευταία περίπτωση το φαινόμενο είναι ακόμη πιο περίεργο. Τη γνώμη του «άλλου» την έχομε «τυπωμένη» μπροστά μας δεν είναι «φτερωτή», όπως ο προφορικός λόγος, πού όσο καλή μνήμη κι αν έχομε, ποτέ δεν είμαστε βέβαιοι ότι τον έχομε συγκρατήσει με απόλυτη ακρίβεια. Εδώ υπάρχει το ίδιο το ενυπόγραφο «κείμενο», και μπορούμε (αν αμφιβάλλομε) να το διαβάσομε και να το ξαναδιαβάσομε. Εντούτοις…

Κάνετε μόνοι σας το πείραμα σε κύκλο φίλων σας, του ίδιου έστω κοινωνικού στρώματος, της ίδιας ηλικίας, της ίδιας πάνω—κάτω παιδείας. Δώσετε τους να διαβάσουν από κάποιο βιβλίο ένα κεφάλαιο, μία σελίδα, ένα εδάφιο και ρωτήσετέ τους τι κατάλαβαν. Αν τύχει και το θέμα έχει επικαιρότητα ή άμεση σχέση με ζωτικά διαφέροντα του ερωτώμενου, θα δείτε με μεγάλην έκπληξη πόσο οι ερμηνείες πού δίνονται διαφέρουν (κάποτε ριζικά) η μια από την άλλη. Για τον απλούστατο λόγο ότι ή ψυχική τοποθέτηση του καθενός απέναντι στο κείμενο που διάβασε υπήρξε διαφορετική.

Δεν είναι όλοι ικανοί ούτε πρόθυμοι να «αποσπασθούν» από τον εαυτό τους και να «δοθούν» στον κόσμο των ιδεών πού ανοίγεται μπροστά τους, για να συλλάβουν το περιεχόμενο και την αλληλουχία τούς, έτσι όπως ο συγγραφέας τού κειμένου τις παρουσιάζει και τις διευκρινίζει. Οι περισσότεροι, οι πλείστοι «διαβάζουν» μέσα στο ξένο γραπτό τις δικές τους υποθέσεις, προσδοκίες ή υποψίες —τίς δικές τους συμπάθειες ή αντιπάθειες— τις δικές τους αντιλήψεις ή αντιγνωμίες. Αλλίμονο δε αν το όνομα του συγγραφέα είναι «συναισθηματικά χρωματισμένο» μέσα στη συνείδησή τους· τότε οι αποκλίσεις είναι απίθανα μεγάλες. Απορεί κανείς, όταν ακούει τις υποστηριζόμενες ερμηνείες, πώς είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι και άσπρο και μαύρο για την πνευματική όραση υγιών ανθρώπων.

Για να καταλάβεις κάτι που λέγεται ή γράφεται από κάποιον απαιτούνται λοιπόν πολλές προϋποθέσεις. Πρώτα πρέπει όχι μόνο να θέλεις ή μόνο να μπορείς – αλλά ταυτόχρονα και να θέλεις και να μπορείς να καταλάβεις αυτό που ακούς ή διαβάζεις. Γιατί είναι δυνατόν να θέλεις, αλλά να μη μπορείς· όπως είναι δυνατόν να μπορείς, αλλά να μη θέλεις να εννοήσεις. Και τότε φυσικά δεν «καταλαβαίνεις».

Θέλω σημαίνει εδώ ότι εμφορούμαι από την καθαρή πρόθεση να εισδύσω στα λεγόμενα ή γραφόμενα και να συλλάβω το νόημά τους σε συνάρτηση με τη βούληση εκείνου που τα λέγει ή τα γράφει, όχι κατά τη δική μου διάθεση.

Και μπορώ σημαίνει ότι έχω (από μάθηση και ιδιοφυΐα) την ικανότητα να κινούμαι με κάποιαν άνεση μέσα στον κόσμο των εννοιών και των συμβόλων του ανθρώπου που τον ακούω ή τον διαβάζω. Και έτσι κατορθώνω να τον προσεγγίσω πνευματικά από πολύ κοντά, και να κάνω τις ιδέες του ιδέες μου, τα επιχειρήματά του επιχειρήματά μου, τις διακρίσεις του διακρίσεις μου, τις αποχρώσεις του αποχρώσεις μου — και πριν απ’ όλα να κάνω τις λέξεις του λέξεις μου.

Σ’ αυτό το τελευταίο σημείο βρίσκεται ο κόμπος του προβλήματος. Κατά την κοινή αντίληψη, φτάνει να μιλείς των ίδια εθνίκή γλώσσα (π.χ ελληνικά, γαλλικά, ή κινέζικα) μ’ έναν άλλο άνθρωπο, για να συνεννοηθείς μαζί του. Αυτό είναι σωστό μόνο έως ένα βαθμό, και μάλιστα πολύ περιορισμένο. Βεβαίως καταλαβαίνομε τον ομόγλωσσο, αλλά στις πολύ κοινές σχέσεις της ζωής, μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα. “Όταν όμως εγκαταλείπει κανείς αυτή την επιφάνεια τότε και αρχίζει να μπαίνει παραμέσα σε κάποιο βάθος, τότε ανακαλύπτει με έκπληξη, με αμηχανία, ακόμη και με τρόμο, ότι οι ίδιες «λέξεις» δεν έχουν για όλους μας το ίδιο “νόημα”, ότι συχνότατα τα “ιδια λέμε” και “άλλα καταλαβαίνομε”. Με αποτέλεσμα ή απόσταση που μας χωρίζει από τους ομοίους μας να γίνεται κάποτε πολύ μεγάλη, αγεφύρωρη. Κουβεντιάζομε, αλλά δεν συνεννοούμαστε …

Πώς συμβαίνει αυτό; Η πλήρης εξήγηση θα μας τραβούσε πολύ μακριά. Θά περιοριστώ σε μια πρόχειρη, αλλά επαρκή. Οι «λέξεις» οποιασδήποτε γλώσσας δεν έχουν ούτε μόνιμο νοηματικό περιεχόμενο, ούτε σταθερό λογικό περίγραμμα. Αλλά είναι κάτι ρευστό και κυμαινόμενο που αποκτά κάποιαν ευστάθεια μόνο όταν καθηλωθεί με την πειθαρχία που συμβατικά επιβάλλει μια ορισμένη χρήση. Για να βεβαιωνόμαστε λοιπόν ποιο είναι το νόημά τους την ώρα που τις ακούμε, πρέπει να κάνομε την αναφορά προς αυτή την ορισμένη χρήση. Οι λέξεις λ.χ. έργο, έλξη, ισορροπία άλλο νόημα έχουν στο στόμα ενός φυσικού, και άλλο όταν τις μεταχειρίζεται ένας ψυχολόγος ή ένας κοινωνιολόγος. —

‘Έπειτα οι λέξεις ως φορείς εννοιών φορτίζονται διανοητικά και συναισθηματικά μέσα στον ψυχικό κόσμο του καθενός ανάλογα με τη μόρφωση, την πείρα της ζωής, το χαραχτήρα του. Και για τούτο οι ίδιες λέξεις ηχούν μέσα μας διαφορετικά επειδή πέφτουν και χτυπούν απάνω σε διαφορετικό μέταλλο. Άλλα λ.γ . πράγματα νιώθω εγώ, όταν ακούω ή γράφω τις λέξεις αγάπη, πίστη, τιμή, κι άλλα εσείς, γιατί δεν έχομε όλοι την ίδια σύσταση ψυχής, τις ίδιες εμπειρίες, τον ίδιο διανοητικό και συναισθηματικό κόσμο. Θα έλεγα με μιαν αλληγορία: άλλους αρμονικούς διεγείρουν μέσα μου αυτές οι λέξεις, και άλλους μέσα σας, γιατί το δικό μου ψυχικό όργανο (όπως είναι από φυσικού του και όπως διαμορφώθηκε από την ανατροφή που πήρα, από τον τρόπο και τις περιπέτειες της ζωής μου, από τη μόρφωσή μου κ.τ.λ.) είναι διαφορετικό από το δικό σας. Και οι αρμονικοί εδώ δεν δίνουν στον τόνο απλώς μίαν άλλη απόχρωση, όπως συμβαίνει στη Μουσική, αλλά είναι ικανοί να αλλάξουν κάποτε το ίδιο το ποιόν του.

Τα συμπεράσματα απ’ αυτή τη σύντομη ανάλυση αφήνω τον αναγνώστη να τα βγάλει μόνος του. Είναι πολλά και σοβαρά. Το σπουδαιότερο, νομίζω, θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η επαρκής, και ίσως αδύνατη, εντελώς αδύνατη η πλήρης συνεννόηση με τούς ομοίους μας, γιατί οι άνθρωποι δεν μοιάζουν ο ένας με τον άλλο σαν δύο σταγόνες νερού, ακόμη και όταν ανήκουν στον ίδιο λαό, στην ίδια γενεά, στην ίδια κοινωνική τάξη, στο ίδιο μορφωτικό επίπεδο. Ο καθένας έχει το δικό του μέταλλο ψυχής, το δικό του διανοητικό και συναισθηματικό βάθος. Ας μιλούν λοιπόν την ίδια γλώσσα, ας μεταχειρίζονται τις ίδιες λέξεις — δεν καταλαβαινουν εντελώς ο ένας τον άλλο.

Μόνον όταν συμπέσει δύο όργανα να βρεθούν πνευματικά και αισθηματικά συντονισμένα με ακρίβεια απόλυτη —πράγμα πολύ, πάρα πολύ σπάνιο— τότε η μεταξύ τους συνεννόηση μπορεί να είναι πλήρης. Και τη χαίρονται σα μιαν ευλογία που δεν την περίμεναν. Όμως των κοινών ανθρώπων η μοίρα δεν είναι αυτή: ακόμη και κοντά, πολύ κοντά ο ένας προς τον άλλο ζουν και πεθαίνουν χωρίς ποτέ να «συνεννοηθούν» εντελώς.