Με τρένο για Βόλο
Το Σάββατο 6/9/08, ξεκίνησα αιφνίδια για κηδεία, που θα γινόταν την Κυριακή σ’ ένα χωριό έξω απ’ το Βόλο.
Πήρα το τρένο των 4μ.μ. για Βόλο. Στη διαδρομή έπιασα κουβέντα στο μπαρ του τρένου με δύο μηχανοδηγούς με τους οποίους ανταλλάσσαμε παράπονα για το κάπνισμα, τις απαγορεύσεις, τις καπνοβιομηχανίες, πληροφορίες για τα αιτήματα των σιδηροδρομικών και των καθηγητών, για την κατάσταση στον ΟΣΕ και στην εκπαίδευση, για την ευθύνη και τις εξοντωτικές βάρδιες των οδηγών των τρένων, τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα, και άλλα τέτοια. Οι συνομιλητές μου θα έπιαναν βάρδια σε καμιά ώρα. Προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν για ένα λαθραίο τσιγαράκι και με πήγαν στην πίσω θέση των οδηγών.
Για να πας εκεί περνάς από τη σκευοφόρο και μετά από το μηχανοστάσιο, στο οποίο δεν μπορείς να σταθείς λεπτό από τη θερμότητα.
Στο θάλαμο των μηχανοδηγών λοιπόν, κάναμε δυο τρία τσιγαράκια επειδή με την κουβέντα μας άνοιξε η όρεξη, είδα κουμπιά, πίνακες, μοχλούς, είδα το τοπίο πανοραμικά, τις δύο μεγάλες γέφυρες που δεν είχα ξαναδεί γιατί συνήθως έπαιρνα νυχτερινά τρένα, και επίσης ανακάλυψα συμπτώσεις με τον ένα οδηγό, ο οποίος αποδείχτηκε ότι έμενε στην περιοχή μου και μάλιστα πολύ κοντά και σύχναζε σε παρόμοια μέρη και κάτι μου θύμιζε-κάτι του θύμιζα, δεν το εξακριβώσαμε, συμπεράναμε πως απλώς κάπου θα είχαμε συμπέσει στα πέριξ.
Η κουβέντα κύλησε ευχάριστα, μέχρι που ήρθε η ώρα να πιάσουν δουλειά κι εγώ να γυρίσω στο κάθισμά μου να συνεχίσω το βιβλίο μου. Το κάθισμά μου ήταν στο μπροστινό μέρος του τρένου, ακριβώς μετά την σκευοφόρο, πρώτη σειρά.
Είχαν περάσει κάπου 20 λεπτά, ήμουν μισοβυθισμένη στην ανάγνωση, κάποια στιγμή κοίταξα από το παράθυρο, είχε ήδη σκοτεινιάσει, και κάπου μακριά είδα μια κοκκινωπή λωρίδα που θα μπορούσε να ήταν και πυρκαγιά, δε μπορούσα να διακρίνω. Ένοιωσα λίγο περίεργα.
Δεν πέρασαν 5 λεπτά και ξαφνικά ένοιωσα κάτι άλλο, κάτι δεν πήγαινε καλά, σκέφτηκα σεισμούς εκτός από φλόγες, και τότε διαπίστωσα ότι πράγματι κουνιόμουν, πιάστηκα από το κάθισμα, το βιβλίο έπεσε, άρχισαν να πέφτουν κι άλλα πράγματα, μέχρι που έπεσα κι εγώ μπροστά και λίγο πλάγια, στο κεφάλι μου προσγειώθηκε κάτι αρκετά βαρύ, το βαγόνι πήγαινε κι ερχόταν, τα φώτα έσβησαν, κάποιες φωνές τρομαγμένης έκπληξης ήρθαν να ενωθούν με το επιφώνημα που μου βγήκε «Δεν είναι δυνατόν!…», κάποιες άλλες φώναζαν αν ήμαστε καλά, κάποια πράγματα συνέχισαν να κυλούν προς το τέρμα των καθισμάτων όπου βρισκόμουν, τζάμια ακούστηκαν να σπάνε, μέχρι που επικράτησε ησυχία κι αρχίσαμε μες το σκοτάδι να ψαχνόμαστε, αν είχαμε όλα τα μέλη του σώματός μας απείραχτα, και τα πράγματα μας επίσης.
Μερικοί άρχισαν να κινούνται δειλά προς τα άλλα βαγόνια για να δουν τι κατάσταση επικρατούσε, άλλοι προς την κοντινή πόρτα, με το φως από τα κινητά προσπαθούσαμε να διακρίνουμε τα γύρω, εγώ ψαχούλεψα πρώτα κάτω από το κάθισμα να βρω κάποια σκορπισμένα υπάρχοντα μου, είδα στο διάδρομο κάτι άγνωστα –πρώην ιπτάμενα- αντικείμενα που με το φρενάρισμα είχαν φύγει από τους κατόχους τους και είχαν έρθει να προσκρουστούν στην πόρτα της σκευοφόρου δίπλα μου, νεσεσέρ ροζ, τσαντάκια, βαλιτσάκια και άλλα μικροπράγματα που είχαν κυλήσει ποιος ξέρει από πόσο πιο πίσω, μετά σηκώθηκα με κάποια ανησυχία για την κατάσταση του κεφαλιού μου που είχε δεχτεί χτύπημα αρκετά βαρβάτο, έτριψα λίγο τον αυχένα μου και κατευθύνθηκα προς την πόρτα για να κατέβω. Ήδη είχαν κατέβει κάποιοι άλλοι και άκουγα κουβέντες, μια αντρική φωνή να ζητάει έναν Μήτσο και ένα μπουφάν, δεν ήξερα τι γινόταν, σκέφτηκα τα χειρότερα σε κλάσματα δευτερολέπτου, σκέφτηκα πρώτα τους οδηγούς που γνώρισα και μήπως ήταν ένας απ’ αυτούς στο τιμόνι. Αυτή εξάλλου ήταν και η πρώτη σκέψη, αμέσως μόλις ήρθε το πρώτο τράνταγμα και βρισκόμουν ακόμα στο κάθισμα. Δεν ξέρω πόση ώρα είχαν κρατήσει όλα αυτά, μπορεί να ήταν και τρία λεπτά, μπορεί δέκα λεπτά, μπορεί δευτερόλεπτα…
Περνώντας από το σημείο που χωρίζονται τα βαγόνια, είδα κάτω στο δάπεδο κάτι κόκκινο, σα σάλτσα, απλωμένο σε μεγάλη επιφάνεια, άναψα πάλι το κινητό, έσκυψα και είδα ντομάτες λειωμένες, πολλές ντομάτες. Ποιος επιβάτης μετέφερε τόσες ντομάτες; Κατέβηκα προσεκτικά τα σκαλιά, φορούσα και φουστάνι αρκετά στενό, πέδιλα, δε μ’ έπαιρνε να βιάζομαι. Έξω δε διακρίνονταν πολλά πράγματα, κάτι χωράφια, μπροστά στις ράγες ένα ανάχωμα που δυσκόλευε την κίνηση, δυό τρεις άνθρωποι βρίσκονταν εκεί κοντά, κοιτούσαν προς το μπροστινό μέρος απ’ όπου ερχόταν η αντρική φωνή, εμφανίστηκε κάποιος να έρχεται από κει και να λέει μην πηγαίνετε μπροστά, καλύτερα να μην το δείτε, ήρθαν κι άλλοι, μάθαμε ότι το μπροστινό μέρος είχε γίνει λιώμα, κι ότι είχαμε συγκρουστεί με φορτηγό.
Μια γυναίκα είπε ότι δεν έβρισκε τα πράγματα της, τη ρώτησα αν ήταν δικό της ένα ροζ νεσεσέρ, είπε ναι, της είπα ότι ήταν πίσω-πίσω, ένας σιδηροδρομικός άρχισε να φωνάζει μαζέψτε τα πράγματα σας και κατεβείτε όλοι, ξανακούστηκε η αντρική φωνή από μπροστά να ζητάει ένα μπουφάν για να σπάσει το παράθυρο, είχε εγκλωβιστεί. Κάποιοι πήγαν προς τα κει, στα σκαλάκια του βαγονιού είχε σχηματιστεί πηγαδάκι, πανικός δεν μπορώ να πω ότι υπήρχε, απορία περισσότερο, τι να γίνεται μπροστά, οι περισσότεροι προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν τηλεφωνικά με τους δικούς τους, ακούστηκαν φωνές να λένε στο κινητό -άλλες μουδιασμένες, άλλες λίγο τρεμάμενες,
«Γιάννη, συγκρουστήκαμε, δεν ξέρω τι έγινε, τρέμω..»,
«Μαμά, άκου, έχουμε σταματήσει μετά τη Λάρισα, συγκρούστηκε το τρένο, όχι, καλά είμαι, μην ανησυχείς»,
«Ελένη, μ’ ακούς; Έγινε σύγκρουση… Ναι, έξω απ’ τη Λάρισα, όλοι καλά είμαστε μάλλον, δεν ξέρουμε τι γίνεται με τους οδηγούς, ναι, ένα φορτηγό, πρέπει να πέρασε τη διάβαση, κλείνω, κάτι λένε εδώ, θα σε πάρω σε λίγο…»
Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, να πάρω τον καλό μου που είχε σπίτι το φέρετρο με τη μάνα του και να του πω, ξέρεις θ’ αργήσω λίγο γιατί πέσαμε πάνω σ ένα φορτηγό και καλά που δεν εκτροχιαστήκαμε και τώρα περιμένουμε στην ερημιά και δεν έχουμε ιδέα τι μέλλει γενέσθαι;
Αφού πέρασαν λίγα λεπτά ακούσαμε κάποιο σούσουρο, ήρθαν προς το μέρος μας πέντε έξι άντρες, ανάμεσα τους ένας χοντρός κύριος, φανερά αναστατωμένος, που άρχισε να ρωτάει αν είμαστε όλοι καλά, να παίρνει τηλέφωνα σε πυροσβεστικές και ΕΚΑΒ, ήταν ο προϊστάμενος της αμαξοστοιχίας, αυτός που είχε εγκλωβιστεί μπροστά και τελικά κατάφερε με τη βοήθεια των άλλων να βγει απ’ το παράθυρο του μηχανοστάσιου, ο άνθρωπος ανέφερε κάθε τόσο τον οδηγό, που είχε μείνει μέσα, που δε θα μπορούσε να ζει, έφυγε προς το πίσω μέρος, η πλάτη του ήταν μούλια στον ιδρώτα, ήταν σοκαρισμένος και ταυτόχρονα προσπαθούσε να οργανώσει κάπως την κατάσταση.
Η ώρα περνούσε, αλλά ΕΚΑΒ δεν βλέπαμε, όλο και περισσότεροι μιλούσαν για τον οδηγό του τρένου, κάποιος ήρθε από το πίσω μέρος και είπε ότι ο οδηγός του φορτηγού είχε βρεθεί, κάπου ένα χιλιόμετρο πίσω, βαριά τραυματισμένος. Ένας νεαρός από το πηγαδάκι το κοντινό κάλεσε το 166, του είπαν ότι δεν είχαν ειδοποιηθεί για καμία σύγκρουση, απορούσαμε, πώς γίνεται, τι θα γινόταν τώρα, πως θα φεύγαμε από κει, άλλοι έλεγαν θα έρθει άλλο τρένο να μας πάρει ή λεωφορείο, κάποιος έδωσε την πληροφορία ότι το φορτηγό κουβαλούσε ντομάτες, όλοι σχολίαζαν τη μάστιγα των φορτηγών, την αδικία, αν επιζήσει ο φορτηγατζής και πεθάνει ο μηχανοδηγός…
Τελικά αποφάσισα να πάρω τον καλό μου, είπε «Πού βρίσκεσαι; Έφτασες Βόλο;» Τι να πω… Λέω «Εεε, βασικά… ακόμα είμαστε έξω απ’ τη Λάρισα, αλλά .. έ… ξέρεις, έγινε κάτι περίεργο, δηλαδή εγώ καλά είμαι, αλλά να… το τρένο συγκρούστηκε».
Ανέβηκα ξανά στο βαγόνι, μάζεψα τα πράγματα, πήρα και το ροζ νεσεσέρ μαζί με κάτι άλλα, μας οδήγησαν μέσα από κάτι βάτα στο χωματόδρομο, ήρθαν αργότερα πυροσβεστικές και ΕΚΑΒ, και τελοσπάντων, να μην πολυλογώ άλλο, έφτασα στο χωριό μεσάνυχτα, αφού έκανα και μια επίσκεψη στο νοσοκομείο βόλου, όπου μου ακτινογράφησαν το κρανίο, (ήθελαν να με κρατήσουν και για βραχεία νοσηλεία για να ναι καλυμμένοι, τους ξέφυγα) και έφυγα.
Τι έφταιξε τελικά; Νομίζω το φαντάζεστε. Ο φορτηγατζής πέρασε την αφύλαχτη διάβαση, χωρίς να το πολυσκεφτεί. Η σκέψη είναι για τους φλώρους.
Επίσης: Έχουν ξαναγίνει παρόμοια με τρένα. Ο ΟΣΕ δε λέει να κλείσει τελείως τις διαβάσεις αυτές. (Αυτά δεν τα λέω αυθαίρετα, έπιασα κουβέντα ξανά με μηχανοδηγούς, στην επιστροφή, την Τρίτη). Σημειωτέον, δουλειά δεν πήγα Δευτέρα- Τρίτη, τη Δευτέρα έγινε η κηδεία του μηχανοδηγού στο Βόλο και στάση εργασίας, τα δρομολόγια άλλαξαν και τελικά βρήκα την τελευταία θέση για το απόγευμα της Τρίτης. Στην επιστροφή λοιπόν, ζήτησα και μου έδειξαν με το φως της μέρας πλέον τον τόπο του ατυχήματος, και ο φορτηγατζής όπως φάνηκε είχε άπλετη ορατότητα.
Τώρα, αφού πήρε στο λαιμό του τον 52χρονο μηχανοδηγό και παρά λίγο και κάποιους άλλους, έφυγε κι αυτός για τόπους χλοερούς να φυτεύει ντομάτες εις τον αιώνα των αιώνων.
Για του λόγου το αληθές, ορίστε και οι τίτλοι ειδήσεων
της επομένης:
7 Σεπ 2008
Αιματηρή σύγκρουση
τρένου-φορτηγού
Νεκρός
ανασύρθηκε ο οδηγός της αμαξοστοιχίας Intercity 40, που συγκρούσθηκε με φορτηγό
σε αφύλακτη διάβαση εκτελώντας το
δρομολόγιο Λάρισα-Βόλος, αργά
το απόγευμα του Σαββάτου
(6/9/2008
ώρα 8.30μ.μ.)
Ο άτυχος μηχανοδηγός και ο προϊστάμενος της
αμαξοστοιχίας είχαν εγκλωβιστεί στο ακινητοποιημένο Intercity και για τον
απεγκλωβισμό τους έσπευσαν στο σημείο δυνάμεις της Πυροσβεστικής.
Με ελαφρά τραύματα νοσηλεύεται και μια
γυναίκα, ενώ οι υπόλοιποι επιβάτες του τρένου είναι καλά στην υγεία τους.
Όλα τα τοπικά δρομολόγια μεταξύ Λάρισας -
Βόλου - Λάρισας και Θεσσαλονίκης - Βόλου - Θεσσαλονίκης ματαιώθηκαν για το
υπόλοιπο της ημέρας.
Newsroom
ΔΟΛ, με
πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η αμαξοστοιχία στην οποία επέβαιναν 45 επιβάτες, (εκ των οποίων και η
υποφαινόμενη, η οποία επέβαινε στο πρώτο βαγόνι, στο πρώτο κάθισμα… ) συγκρούσθηκε με φορτηγό σε αφύλακτη διάβαση στο ύψος της Χάλκης. Οι
επιβάτες μεταφέρθηκαν στον προορισμό τους με λεωφορείο του ΟΣΕ καθώς έχει
διακοπεί η κίνηση των τραίνων. Το τραγικό ατύχημα έγινε, όταν το φορτηγό
παραβίασε την προτεραιότητα στην αφύλακτη διάβαση.
Αναρτήθηκε
από TOP στις Κυριακή, Σεπτέμβριος 07, 2008
Για την αντιγραφή,
Κ. Τζ.
Τώρα να προσθέσω ότι είχα κι άλλη μια εμπειρία, πρόσφατη αυτή, στο γυρισμό από Θεσσαλονίκη. μετά τις γιορτές, στις 4/1/2017:
Ήταν να φύγω 11 το βράδυ. Με πάνε οδικώς τα ξαδέλφια μου στο σταθμό της Θεσσαλονίκης, και βλέπουμε στον πίνακα ανακοινώσεων, ώρα αναχώρησης, 11.59 (!)
Αμάν, λέμε, έχει καθυστέρηση. Στα γκισέ εννοείται δεν υπήρχε ψυχή. Ρωτάμε έναν σεκιουριτά, λέει, ναι έχει καθυστέρηση. (ούτε θηλυκό νάταν).
Καθόμαστε σε καφετέρια μεσ' το σταθμό. Σηκωθήκαμε 2-3 φορές μέχρι τις 11.30 να βεβαιωθούμε ότι δεν άλλαξε κάτι στον πίνακα. Στις 11.40 ξανασηκώνομαι εγώ και πάω να ρίξω πάλι ένα βλέφαρο. Και δε βλέπω πουθενά αναφορά στην αναχώρηση 11.59. Υπήρχε η επόμενη αναχώρηση, στις 5.15 π.μ. Αρχίζω να φρίττω. Ρωτάω πάλι τον σεκιουριτά (!!), έφυγε, λέει, στις 11.30.
Εκεί πλέον αρχίζει να μου τη δίνει.
"Καλά, πώς έγινε αυτό;" "Έκαναν ανακοίνωση απ' τα μεγάφωνα" λέει. "Μα η καφετέρια είναι εδώ μέσα, παραδίπλα, δεν ακούσαμε τίποτα, κι εξάλλου ο πίνακας τι ρόλο παίζει;;;;"
Με τα πολλά πάω με την ξαδέλφη μου στον πάνω όροφο και εντοπίζω έναν υπεύθυνο. Με το που μπαίνω στο γραφείο του, δηλώνω κατευθείαν "Έχασα το τραίνο και θα ήθελα να μάθω πώς μπορώ να πάρω αποζημίωση". "Δεν γίνεται κάτι τέτοιο", αρχίζει, αλλά μαλακά. Του εξηγώ τι έγινε, με πάει στη σταθμάρχη, αυτή πάει ν' αρχίσει τα "έπρεπε ν' ακούσετε την ανακοίνωση", τη σταματάω λέγοντας "δεν το ξεκινάτε καλά, πρέπει πρώτα να μ' ακούσετε, να ακούσω και μια συγγνώμη από κάποιον, και να δούμε τι θα γίνει, όλες οι χώρες του κόσμου έχουν πίνακες ανακοινώσεων κι απ' αυτούς πληροφορούνται οι επιβάτες", κλπ κλπ.
Τελικά ο υπεύθυνος επικοινωνεί με Αθήνα, γιατί αυτοί λέει που φτιάχνουν τον πίνακα είναι στην Αθήνα (!!!) "καλά", λέω, "πώς τον φτιάχνουν αυτόν τον πίνακα; εξ αποστάσεως, στα κουτουρού;"
Το αποτέλεσμα ήταν να μου προσφέρουν δωρεάν επιστροφή στις 5.15 στην Α' θέση (είχα ήδη κλεισμένη επιστροφή μέσω ίντερνετ) και να μου ζητήσουν και συγγνώμη. "Εντάξει", είπα, "ευχαριστώ, είναι το μόνο λογικό αυτό, λυπάμαι μόνο την ξαδέλφη μου που θα με ξαναφέρει πρωινιάτικα" (δε δεχόταν με τίποτα η ξαδέλφη, να πάρω ταξί)
Αυτά. Να σημειώσω άλλη μια νίκη λοιπόν, ΟΣΕ-εγώ: 0-1.