Κάποτε το Βιβλιόσπι(ρ)το μιλούσε για κάποια (Σχολική) Βιβλιοθήκη. Αυτό έληξε στις 31/8/2011. Τώρα έχει γίνει προσωπικό και αποτυπώνει σκέψεις για τεκταινόμενα, κοινωνικά φαινόμενα, ανθρώπων δρώμενα, βιβλίων -και εν γένει του εγκεφάλου μου- περιεχόμενα.


Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Μια απόπειρα σύγκρισης: Ελληνική και Αγγλική γλώσσα και κουλτούρα.

Α. Γλώσσα
«Μετάφρασέ το στα ελληνικά με τρεις λέξεις». «Μα Πώς;»

‘Mindless, unfounded reassurance’: Ας δοκιμάσω: «Καθησυχασμός, που δε βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα, απερίσκεπτος». «Ενθάρρυνση αυθόρμητη, σα μηχανική αντίδραση, αλλά αβάσιμη».

Δε βγαίνει. Που να χτυπιέσαι κάτω. (Είναι μια φράση που βρήκα πρόσφατα σε βιβλίο λογοτεχνικό).


Β. Κουλτούρα
«Κάνε μια ταινία, πολύ δραματική και ρεαλιστική, που όμως να μην αφήνει στον θεατή
βάρος ασήκωτο»
«Μα πώς;»
Και όμως. Γίνεται, αν δεν είσαι τυπικός Έλληνας σκηνοθέτης ή σεναριογράφος. Το ίδιο ισχύει και με μία θεατρική παράσταση. Ή ένα βιβλίο. 
Όταν βλέπω στη σκηνοθεσία ονόματα όπως Τσάπλιν, Κεν Λόουτς, Μάικ Λι, κ.ά., προχωράω με κλειστά μάτια. 
Όταν βγαίνει κάποιο νέο βιβλίο του Κόου, ή του Χόρνμπι, κ.ά, το ίδιο. Έχω διαβάσει γύρω στους τριάντα Άγγλους και Ιρλανδούς λογοτέχνες, σύγχρονους και κλασικούς. Κάποιων από αυτούς, από δύο έως δώδεκα βιβλία. Καταπιάνονται με θέματα δύσκολα, ναρκωτικά, βαριές ασθένειες, ευθανασία, αναπηρίες, απόπειρες αυτοκτονίας, ψυχικές παθήσεις, πένθη, ό, τι βάζει ο νους. Μα να μην έχω «γκώσει» που λένε ποτέ, με κανένα;
Ίσως να παίζει ρόλο και το γεγονός ότι τα περισσότερα βιβλία τους τα διάβαζα στο πρωτότυπο. Στην αρχή το επέλεγα επειδή είναι πιο οικονομικά και για να κρατάω επαφή με τη γλώσσα. Έπειτα κόλλησα. Λόγω της ίδιας της γλώσσας. Ίσως λοιπόν, αυτός να ήταν ένας λόγος παραπάνω που τα έβρισκα πάντα ενδιαφέροντα, ακόμα και αν δεν με ενθουσίαζε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο ή συγγραφέας.

Για το ύφος το λογοτεχνικό να πω μόνο ένα μικρό στοιχείο: Μικρές φράσεις πολύ μικρές, τόσο πυκνές σε νόημα που λες πώς γίνεται; Πώς στρίμωξε τόση ουσία σε δύο-τρία νούμερα μικρότερη πρόταση;

Τι χαρακτηριστικά έχουν τελοσπάντων αυτοί οι δημιουργοί και μου ασκούν τόση γοητεία;

Πρώτο και βασικό: Αίσθηση του χιούμορ. Ακτίνες φωτός από κωμικούς διαλόγους ή χαρακτήρες, ακόμα και εν μέσω απόλυτης απόγνωσης. Μαγκιά το λέω εγώ αυτό. Ούτε έλλειψη σοβαρότητας στο χειρισμό του θέματος, ούτε αφέλεια. Βγαίνει αβίαστα, είναι στο αίμα τους, ίσως όμως να είναι και συνειδητή επιλογή. Σ’ αυτήν την περίπτωση, αξίζει ακόμα περισσότερο. Εκτιμώ απεριόριστα μια τέτοια προσέγγιση σε έναν δημιουργό.

Δεύτερο: Απουσία μιζέριας, πολυλογίας-φαφλατισμού, μεγαλομανίας. Επίσης, απλές αλλά πρωτότυπες ιδέες.

Συμπέρασμα:

Θα ήθελα στη χώρα μου που αγαπώ και μονίμως με απογοητεύει, να δω περισσότερο φως, πέρα από αυτό του ουρανού.

2 σχόλια:

Diana Νασιοπούλου είπε...

Καταπληκτικό κείμενο, από όλες τις πλευρές ειδωμενο! Συνέχιζε καταπληκτική Κατερίνα!!

Kat Tz. είπε...

Να συνεχίσω, φοβερή Ντιάνα. Για σένα, που μπαίνεις στον κόπο! Σε φιλώ.